- ενεργώ
- ενέργησα, ενεργήθηκα, ενεργημένος, μτβ.1. βρίσκομαι, είμαι σε ενέργεια, σε δράση, αναπτύσσω δραστηριότητα: Ενεργώ να πάρω δάνειο.2. διενεργώ κάτι, το εκτελώ, το πραγματοποιώ: Ενεργούνται ανακρίσεις.3. κάνω ό,τι πρέπει για σωστή διεκπεραίωση, διεκπεραιώνω όπως πρέπει: Ενεργώ έγγραφο.4. (για φάρμακα), α. φέρω θετικό αποτέλεσμα: Όταν ενεργήσει το υπόθετο, θα πέσει ο πυρετός. β. προκαλώ κένωση, προξενώ ευκοιλιότητα.5. η μτχ. παθ. ενεστ., ενεργούμενος, -η, -ο (εκκλησ.), που δέχεται την ενέργεια των δαιμόνων, που δαιμονίζεται.6. το ουδ. μτχ. παθ. ενεστ., ενεργούμενο (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.